κτίννυμι

κτίννυμι
κτίννυμι, collat. form of κτείνω, App.BC1.71 (vv.ll. κτεινύντες, κτειννύντες), 4.35; [full] κτιννύω, Polyaen.1.23, 25, Plot.3.2.15:—[voice] Pass.,
A

κτιννύμενος App.BC1.2

;

κτιννύεσθαι J.AJ18.8.3

:—more freq. in compd. ἀποκτίννυμι (cf. ἀποκτείνυμι), cf. Phryn.PSp.51 B.; κτεινύω and ἀποκτιννύναι are correct acc. to Choerob.in An.Ox.2.233.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτίννυμι — κτίννῡμι , κτείνω kill pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”